βωστρῶ

βωστρῶ
βωστρέω
call on
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
βωστρέω
call on
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βωστρώ — βωστρῶ ( έω) (Α) φωνάζω, καλώ κάποιον (συνήθως για να με βοηθήσει). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εκφραστικό σχηματισμό από βω < βοάω, ώ*, με συναίρεση (πρβλ. ελαστρέω, ώ του ελαύνω, καλιστρέω, ώ του καλώ) και ονοματικό επίθημα τερ / τρο ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”